ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

9/10/16

Πρακτικές Γονέων και Δασκάλων – Επικοινωνία με τα παιδιά


Είναι γενικά παραδεκτό πως δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε σχέση και μάλιστα σε σχέση μεταξύ γονέων και παιδιών, χωρίς να έχουμε επιτύχει να υπάρχει μια αποδεκτή επικοινωνία.

Με τον όρο «επικοινωνία» εννοούμε, στην πιο γενική του έννοια, την κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένα μήνυμα μεταβιβάζεται από έναν πομπό σε ένα δέκτη. Για να συντελεστεί η επικοινωνία είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα πλαίσιο στο οποίο να βασίζεται η λειτουργία της καθώς και ένα σύστημα σημάτων με το οποίο αυτή να συντελείται (Πόρποδας, 2003)([1]). Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων επιτυγχάνεται μεταδίδοντας το γνωστικό μέρος του μηνύματος μέσω της λεκτικής οδού και το συναισθηματικό ή συγκινησιακό μέρος μέσα από τη μη λεκτική οδό (Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, 1998)([2]).
Ο τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο οι γονείς προσπαθούν είτε να βάλουν όρια είτε να παρακινήσουν τα παιδιά τους να τροποποιήσουν την συμπεριφορά τους. Περιορίζεται πολύ συχνά σε προστακτικές, σε απειλές, σε αρνητικές εκφράσεις που περιέχουν «δεν» και «μην» ή εκφράσεις που το ένα σκέλος τους ακυρώνει οτιδήποτε θετικό έχουν πει μόλις πριν, π.χ. «είσαι έξυπνος αλλά τεμπέλης», «είναι καλό παιδί αλλά μας στεναχωρεί».
Ένα φαινόμενο το οποίο συναντάμε επίσης συχνά, είναι η τάση των γονέων να είναι επικριτικοί και να χαρακτηρίζουν με επίθετα το ίδιο το παιδί τους προβαίνοντας σε γενικούς χαρακτηρισμούς όταν συμβαίνει κάποιο δυσάρεστο γεγονός. Οι ίδιοι οι γονείς πολύ συχνά δεν μπορούν να αξιολογήσουν τον τρόπο που συμπεριφέρονται και εκφράζονται για τα παιδιά τους ή μεταξύ τους. Αναμφισβήτητα κάθε γονιός αγαπά το παιδί του και θα ήθελε το καλύτερο δυνατό για την εξέλιξη του. Πολύ συχνά όμως οι προσδοκίες που έχουν δεν ανταποκρίνονται στα χαρακτηριστικά και τις ικανότητες των παιδιών τους, αλλά πηγάζουν από βαθύτερες δικές του ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή αξίες ζωής.
Τα συνηθέστερα εμπόδια τα οποία δυσκολεύουν την επικοινωνία και τη σχέση των γονέων με τα παιδιά τους, είναι:
οι διαταγές, [π.χ. «πλύνε τα χέρια σου», «φάε πιο γρήγορα», «κάνε ησυχία», «κοιμήσου»],
οι απειλές, [π.χ. «θα σε κτυπήσω», «θα με πεθάνεις», «θα δεις τι θα πάθεις»],
οι παραινέσεις και οι ηθικολογίες [π.χ. «οφείλεις να», «πρέπει να»]
οι συμβουλές [π.χ. «μην», «να»],
η κριτική και οι χαρακτηρισμοί [π.χ. «δεν ξέρεις», «είσαι άσχετος,
ανεύθυνος», «είσαι γκρινιάρα, επιπόλαια, αχάριστη»],
η ειρωνεία, [π.χ. «είσαι διάνοια»],
οι αυθαίρετες ερμηνείες [π.χ. «το λες γιατί ζηλεύεις»],
η ανάκριση [π.χ. «τι», «γιατί»].
Αν σκεφτούμε πόσες φορές τα επίθετα που μας έδιναν οι δικοί μας γονείς, μας συνοδεύουν έως σήμερα, είναι εύκολο να καταλάβουμε πόσο ισχυρή είναι η επίδραση τέτοιων χαρακτηρισμών στο παιδί, οι οποίοι λειτουργούν ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία». Η συνέπεια αυτών των χαρακτηρισμών είναι να συμπεριφέρονται τα παιδιά με τρόπο που περιμένουμε εμείς να συμπεριφερθούν (π.χ. ως τεμπέλης) και διαμορφώνουν κατά συνέπεια τέτοιες συμπεριφορές που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα μας. Γι’ αυτό συχνά ακούμε ενήλικες να λένε «Έτσι είμαι εγώ! Δεν αλλάζω».
Παρόμοιες επιπτώσεις έχουν οι χαρακτηρισμοί που αποδίδει και ο δάσκαλος στο παιδί, ο οποίος αποτελεί το αμέσως επόμενο σημαντικό πρόσωπο για το παιδί μετά τους γονείς του. Είναι πολύ σημαντικό να νιώθει το παιδί ότι ο/η δάσκαλος/α το αγαπάει, το αποδέχεται, το αναγνωρίζει και ότι πιστεύει στις ικανότητες του. Σε αντίθετη περίπτωση, το παιδί εισπράττει αρνητικά μηνύματα για την αυτοεικόνα του, συστέλλεται, αμύνεται, επιτίθεται και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του στις πεποιθήσεις του δασκάλου.
Στο σημείο αυτό, ας δοκιμάσουμε μια τεχνική. Γράψτε σε ένα κομμάτι χαρτί πέντε επίθετα που χαρακτηρίζουν το παιδί σας. Θα διαπιστώσετε ότι σε αυτά συνήθως περιέχονται ένα ή περισσότερα τα οποία θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ότι περιγράφουν αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Δοκιμάστε, να σκεφτείτε να αλλάξετε τα αρνητικά επίθετα με θετικά. Θα διαπιστώσετε ότι θα δυσκολευτείτε. Προσπαθήστε να σκεφτείτε τα χαρίσματα, τα προτερήματά του, τι γνωρίζει να κάνει καλά και εκφράστε το με λόγια, με χαμόγελο και χειρονομίες. Κάθε φορά που θα θέλετε να απευθυνθείτε στο παιδί σας με έναν αρνητικό χαρακτηρισμό (π.χ. τσαπατσούλης, αδιάφορος) αντικαταστήστε τον με έναν θετικό (π.χ. ευγενικός, γλυκός, τρυφερός)
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, το παιδί αναπτύσσει μηχανισμούς αντιμετώπισης της παρέμβασής μας. Κάποιοι από αυτούς είναι εμφανείς, ενώ κάποιοι άλλοι δε γίνονται αντιληπτοί από την πρώτη στιγμή, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Άλλοτε είναι αμυντικοί, άλλοτε επιθετικοί.
Μερικοί από αυτούς τους μηχανισμούς είναι:
η έκφραση δυσαρέσκειας, θυμού, ακόμα και εχθρότητας
η ψευδολογία και η απόκρυψη των συναισθημάτων
η επίρριψη ευθυνών σε άλλους, η προσπάθεια για εξαπάτηση, το κουτσομπολιό
η κολακεία
η επιθετικότητα και η τάση για εκδίκηση
η τάση για επιβολή ή ακόμα και τρομοκράτηση των άλλων
η ανάγκη για νίκη και η απέχθεια της ήττας
η σύσταση συμμαχιών
η υποταγή, η υπακοή, ακόμα και η συμμόρφωση
ο φόβος δοκιμής του νέου
η αντίσταση και ο αρνητισμός
η απομάκρυνση και η υποχώρηση
Οι γονείς πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να παραδεχθούμε πως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που διαπράττουμε κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας με τα παιδιά μας είναι ότι όταν θέλουμε να ρωτήσουμε κάτι αρχίζουμε συνήθως τη φράση μας με ένα «γιατί».Αυτό, αμέσως φέρνει το συνομιλητή μας σε επιφυλακή και θέση άμυνας διότι αισθάνεται ότι προσπαθούμε να ελέγξουμε με σκοπό να επιβάλουμε, να τιμωρήσουμε, να θέσουμε όρια. Γι’ αυτό και αρχίζει αμέσως τις δικαιολογίες. Οι συμβουλευτικοί ψυχολόγοι μας λένε ότι πριν από το «γιατί» προηγείται η ερώτηση «τι;» και η ερώτηση «πώς;». Εάν δεν γνωρίσεις τα ακριβή γεγονότα, πώς μπορείς να ζητάς από το συνομιλητή σου να σου δώσει εξηγήσεις;

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Θα παραθέσουμε μερικές «καλές» πρακτικές οι οποίες μπορούν να βελτιώσουν την καθημερινή επικοινωνία με τα παιδιά και οι οποίες δεν απαιτούν παρά μόνο την προσοχή μας.
Αυτές είναι οι εξής:
Συζητούμε με το παιδί όταν είμαστε ήρεμοι. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τα λόγια του. Είναι αναγκαίο να «μπούμε» στη θέση του παιδιού μας. Ότι είναι σημαντικό για το παιδί, μπορεί να φαίνεται σε εμάς ανούσιο ή απλοϊκό, για εκείνο όμως ίσως είναι πολύ σημαντικό.
Είναι σημαντική η στάση του σώματος και ο τόνος της φωνής μας. Δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση στο παιδί ότι σκοπός της συζήτησης είναι ο έλεγχος ή η τιμωρία. Αντί δηλαδή να ρωτάμε άμεσα, και με επικριτικό τόνο για το ζήτημα που μας ενδιαφέρει, μπορούμε να ρωτάμε έμμεσα δίνοντας στο παιδί το δικαίωμα να απαντήσει.
Αν για παράδειγμα χύσει ένας καλεσμένος ένα ποτήρι κρασί είναι πολύ πιθανό να πούμε: «Δεν πειράζει. Αυτά συμβαίνουν». Ενώ, αν χύσει το παιδί μας το γάλα του πως αντιδράμε; Μήπως λέμε: «Ε, όχι πάλι! Σου έχω πει τόσες φορές να προσέχεις! Είσαι αδιάφορος! Το κατέστρεψες το τραπεζομάντιλο». Είναι πολύ σημαντικό να βοηθήσουμε τα παιδιά να κατανοήσουν ότι τα λάθη, οι άστοχες κινήσεις, διορθώνονται και ότι δεν φέρνουν την καταστροφή. Μια ζημιά για παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει ένα καλό κίνητρο για να βρούμε τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης μαζί με το παιδί.
Ακούμε προσεκτικά τι θέλει να πει το παιδί μας και δε το διακόπτουμε πριν ολοκληρώσει τη σκέψη του. Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να ομιλούμε ταυτόχρονα με το παιδί και να μην περιμένουμε να ολοκληρώσει την άποψή του. Ας τους δώσουμε το χρόνο να ολοκληρώσουν τη σκέψη τους, να μιλήσουν για τα συναισθήματα τους. Όταν μας μιλούν τα παιδιά, ας δείξουμε προσοχή, ας μην τα κοροϊδεύουμε, να τα κοιτάζουμε και να τα αγγίζουμε.
Προσπαθούμε, να μη βομβαρδίζουμε τα παιδιά μας με ερωτήσεις και να μην αλλάζουμε θέμα. Ας τα ακούσουμε! Ο γονιός που αφιερώνει χρόνο και δείχνει προσοχή στο παιδί όταν μιλάει του περνάει το μήνυμα ότι το σέβεται και ότι το αντιμετωπίζει ισότιμα.
Χαρακτηρίζουμε τη συμπεριφορά και όχι το ίδιο το παιδί. Λέμε για παράδειγμα: «Είναι ανεύθυνο να γυρίσεις αργά, χωρίς να μας ειδοποιήσεις» αντί, «Είσαι ανεύθυνος!».
Ενθαρρύνουμε τα παιδιά μας για να καταλάβουν ότι πιστεύουμε στις ικανότητες τους. Η ενθάρρυνση τα βοηθάει να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με περισσότερη σιγουριά. Τα αρνητικά μας σχόλια μειώνουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού. Είναι πολύ πιο χρήσιμο να πούμε π.χ.: «Καλή προσπάθεια. Κάθε φορά τα καταφέρνεις όλο και καλύτερα». Η αντίδραση αυτή δείχνει ότι ο γονέας έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του παιδιού. Είναι δική μας ευθύνη να μάθουμε στο παιδί ότι η προσπάθεια είναι απαραίτητη για την επιτυχία. Δεν πρέπει να κάνουμε εμείς για τα παιδιά, πράγματα που μπορούν να κάνουν μόνα τους. Η υπερπροστασία μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα ανασφάλειας ή τεμπελιάς με αποτέλεσμα τα παιδιά να μαθαίνουν να εξαρτώνται από εμάς και να περιμένουν να τα κάνουμε όλα εμείς.
Είναι κρίσιμο να έχουμε πάντα στο νου μας πως δεχόμαστε και αγαπάμε το παιδί μας όπως είναι, κι όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Στη συζήτηση τονίζουμε τα θετικά του παιδιού. Μαθαίνουμε το παιδί να δέχεται τα προτερήματα όπως και τις αδυναμίες του. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αγαπάμε και την άσχημη συμπεριφορά τους.. Λέγοντας π.χ. στο παιδί, «Εσένα σε αγαπώ. Αυτό που έκανες δεν μου αρέσει», το βοηθάμε να καταλάβει ότι δεν μας αρέσει η ανάρμοστη συμπεριφορά του. Εξηγούμε στα παιδιά μας ότι όλοι έχουμε τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μας.
Συμπεριφερόμαστε με τρόπο που δεν μειώνει την εικόνα του παιδιού. Φερόμαστε στο παιδί με σεβασμό για να του δείξετε ότι το θεωρούμε ένα σημαντικό άτομο. Ας ρωτήσουμε το παιδί μας τη γνώμη τους για κάτι που μας αφορά και την ακολουθούμε, όπου είναι δυνατό. Για παράδειγμα ρωτήστε τα ποιο χρώμα πουλόβερ να βάλετε και βάλτε το! Δώστε στα παιδιά σας την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε κάτι που σας αφορά. Θα νιώσουν μεγάλη χαρά και περηφάνια!
Η καλή επικοινωνία των γονέων με τα παιδιά συμβάλλει στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους.
Το παιδί μέσα στην οικογένεια, ανάλογα με τις σχέσεις που διαμορφώνονται και το οικογενειακό κλίμα που επικρατεί, διαμορφώνει την αυτοαντίληψη και την αυτοεκτίμηση για το άτομο του. Αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μηνύματα που εισπράττει από τους γονείς του και τους σημαντικούς άλλους στο περιβάλλον του (γιαγιά, παππούς, δάσκαλος, φίλοι). Η αυτοαντίληψη αντιπροσωπεύει την πεποίθηση του ατόμου για τον εαυτό του και η αυτοεκτίμηση αντιπροσωπεύει τη συναισθηματική πλευρά, την άποψη που έχει κάποιος για την αξία του ως ατόμου. «Αξίζω» για το παιδί σημαίνει ότι με αγαπούν και με αποδέχονται οι γονείς μου (Καραθανάση, 2003)([3]). Είναι σημαντικό για το παιδί να νιώθει ότι αγαπά και αγαπιέται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Πολλές φορές οι γονείς μέσα στην προσπάθεια οριοθέτησης των συμπεριφορών του παιδιού, διαπραγματεύονται τα συναισθήματα τους και την αγάπη τους προς αυτό. Με αποτέλεσμα να βιώνει το παιδί συνεχείς αγωνίες και ματαιώσεις για τη σταθερότητα των συναισθημάτων και τη θέση του μέσα στην οικογένεια. Τα άτομα που έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση σέβονται τον εαυτό τους, είναι σίγουρα για τις αποφάσεις τους, περιμένουν επιτυχίες στη ζωή τους, έχουν σιγουριά και δέχονται την εποικοδομητική κριτική. Οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση έχουν ελάχιστο αυτοσεβασμό, νιώθουν αβεβαιότητα για τις αποφάσεις και τις πράξεις τους, νιώθουν ανασφάλεια, εγκαταλείπουν εύκολα την προσπάθεια, είναι ευαίσθητοι στη γνώμη των άλλων, κατηγορούν τους άλλους όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αισθάνονται ότι δεν αξίζουν, έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και περιμένουν την αποτυχία. Είναι πιο εύκολο να μην προσπαθήσουν για κάτι παρά να προσπαθήσουν και μετά να έρθουν αντιμέτωποι με την αποτυχία.
Για τα ζητήματα αυτά, είναι κρίσιμο οι γονείς να αναζητήσουν τη βοήθεια ειδικών. Είναι χρήσιμη, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, η συμμετοχή τους σε Ομάδες Γονέων. Εκεί, ξεπερνώντας τις όποιες προσωπικές τους αναστολές και ανασφάλειες, μίλησαν για τα προβλήματά τους και αντιμετώπισαν τα διλήμματα τους. Επιπλέον, αποκάλυψαν τις ενοχές τους, έθεσαν τις αγωνίες τους, μοιράστηκαν τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους, παρουσίασαν στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς-ανατροφοδότησης. Βίωσαν τη «συνάντηση» του εαυτού με το περιβάλλον και τον «άλλο». Με αυτή την έννοια «θετική εμπειρία» δεν είναι αυτή που προκαλεί απαραίτητα θετικά συναισθήματα, όπως είναι η χαρά, αλλά αυτή που προκαλεί συγκίνηση. Αντίθετα, αρνητική είναι η κατάσταση απουσίας κίνησης και συγκίνησης, η απόσυρση και το κλείσιμο.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΝΕΣΗΣ Σχολικός Σύμβουλος Δ.Ε. 2ης Περιφέρειας Αχαΐας